- λωφήια
- λωφήιοςrelievingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek